υπνοθεραπεία

υπνοθεραπεία
(Ιατρ.). Μέθοδος που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ορισμένων ψυχικών ασθενειών. Πριν από πολλά χρόνια είχε αναγνωριστεί η θεραπευτική σημασία του ύπνου, η εφαρμογή όμως της υ. έγινε μετά την ανακάλυψη των υπνογόνων φαρμάκων. Η μέθοδος της υ. χρησιμοποιήθηκε συστηματικά το 1922, στη Βέρνη, από το γιατρό Κλέζι. Αρχικά, η μέθοδος του γιατρού επικρίθηκε ως ανεπιτυχής. Στην πραγματικότητα, η αποτυχία της οφειλόταν στο φάρμακο που χρησιμοποιήθηκε και όχι στη μέθοδο. Αργότερα όμως, με τη συμβολή της ρωσικής ιατρικής, η υ. αποκαταστάθηκε και διευρύνθηκε το πεδίο χρησιμοποίησής της. Ο ύπνος που προκαλείται με την υ. είναι πολύ βαθύς και δεν μπορεί να διακοπεί με μόνη την προσπάθεια του αρρώστου. Το επιθυμητό βάθος του ύπνου ποικίλλει ανάλογα με τη μέθοδο που χρησιμοποιεί ο ψυχίατρος. Από τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται, τα πιο γνωστά είναι τα βαρβιτουρικά και τα παράγωγα της φαινοθειαζίνης. Με την υ. επιδιώκεται η ανάπαυση του φλοιού του εγκέφαλου και η καλύτερη ρυθμιστική λειτουργία των υπλοιωδών σχηματισμών, σύμφωνα με τις ψυχοσωματικές θεωρίες του Παυλώφ. Η διάρκεια της υ. κυμαίνεται από 15 έως 21 ημέρες. Η υ. συμπληρώνεται και με άλλες θεραπείες, κυρίως δε με ψυχοθεραπείες, που διευκολύνονται εξαιτίας της μείωσης του βαθμού εγρήγορσης. Οι ενδείξεις της υ. είναι πολλές, στις ψυχώσεις π.χ. έχει συμπληρωματική κυρίως αξία, ενώ στις νευρώσεις με άγχος φέρνει ευεργετικά αποτελέσματα.
* * *
η, Ν
(ιατρ.-ψυχολ.) μέθοδος θεραπείας ορισμένων οξειών ψυχιατρικών καταστάσεων με τη βοήθεια τεχνητού ύπνου, ο οποίος προκαλείται κυρίως με ψυχοτρόπα φάρμακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypnotherapy (< ύπνος + θεραπεία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπνοθεραπεία — η θεραπεία ορισμένων ψυχικών ασθενειών που γίνεται με ύπνωση, με τεχνητό ύπνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναρκοθεραπεία — η (ψυχιατρ.) υπνοθεραπεία, θεραπευτική μέθοδος που χρησιμοποιεί τον παρατεταμένο ύπνο τού ασθενούς ο οποίος προκαλείται με τη χρήση φαρμακευτικών ουσιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. narcotherapy < narco (< νάρκη) + therapy (<… …   Dictionary of Greek

  • ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”